Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Τράπεζα Θεμάτων με 4 ευρώ το κομμάτι!

Με συμβάσεις μίσθωσης έργου, εκπαιδευτικοί -εν ενεργεία και συνταξιούχοι, από δημόσιο και ιδιωτικό τομέα- θα αμείβονται για κάθε θέμα που θα εντάσσεται στη λίστα, και μάλιστα υπό καθεστώς πλήρους ανωνυμίας. 


του Χρήστου Κάτσικα
Στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, σε ειδική συνεδρίαση, ενημέρωσε χθες 29 Ιουλίου ο υπουργός Παιδείας Α. Λοβέρδος, για θέματα Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που αφορούν, ανάμεσα σε άλλα, την «ύλη της Α΄ και της Β΄ Λυκείου» και την «Τράπεζα Θεμάτων».

Παράλληλα, στις 28 Ιουλίου το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), το οποίο εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας και είναι ο δικαιούχος της Πράξης (ΕΣΠΑ) «Τράπεζα Θεμάτων», προχώρησε σε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη στελέχωση των επιστημονικών επιτροπών της Τράπεζας Θεμάτων. Το ΙΕΠ καλεί εν ενεργεία και συνταξιούχους, ιδιωτικούς και δημόσιους εκπαιδευτικούς, με αυξημένα προσόντα, προκειμένου να συνάψουν σύμβαση μίσθωσης έργου, με τίμημα 4 ευρώ για κάθε θέμα που παράγεται ή αξιολογείται και εντάσσεται στην Τράπεζα Θεμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ονόματα των εκπαιδευτικών που θα επιλεγούν δεν είναι ανακοινώσιμα, σύμφωνα με τον νόμο για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Ταυτόχρονα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι το επιτελείο του υπουργείου Παιδείας με τους φορείς του (ΙΕΠ) απλά υλοποιεί τις «πληρωμένες οδηγίες», κοντολογίς τις κατευθύνσεις του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που μαντάρει και μοντάρει την ελληνική σχολική εκπαίδευση και τους τροφίμους της στην κατεύθυνση του «Λυκείου των λίγων» και της παραγωγής φτηνού, ευέλικτου και υπάκουου εργατικού δυναμικού.

Σχολική επίδοση

Με το Νέο Λύκειο, την Τράπεζα Θεμάτων και τις πανελλαδικού τύπου εξετάσεις, επιδιώκεται να καλλιεργηθεί η αυταπάτη ότι το σύνολο της διαδικασίας θα είναι απόλυτα αντικειμενικό και αξιοκρατικό, αποκρύπτοντας έντεχνα το γεγονός ότι όσο «αντικειμενικό» κι αν είναι το διαδικαστικό μέρος, τα υπόλοιπα στοιχεία που «συναρμολογούν» τη λογική του και διαμορφώνουν την κρίση για την προαγωγή-απόρριψη του μαθητικού πληθυσμού δεν μπορούν να «απογαλακτιστούν» από τις γενικότερες λειτουργίες της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Οσοι έχουν ασχοληθεί με την εκπαιδευτική διαδικασία και τις λειτουργίες της γνωρίζουν καλά ότι, αν οι εκπαιδευτικές ανισότητες μεταξύ των μαθητών αποτελούσαν στο σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων την εκπαιδευτική τους ιστορία, στο Νέο Λύκειο και στην Τράπεζα Θεμάτων θα είναι το ζωντανό τους παρόν. Η κρυφή ενσωμάτωση του συστήματος επιλογής στην καρδιά της λυκειακής βαθμίδας δεν θα αποτιμά απλώς την απόδοση και την πρόοδο του μαθητή από τάξη σε τάξη, αλλά θα «κατασκευάζει» (νωρίς νωρίς), για μεγάλο τμήμα του μαθητικού πληθυσμού, την πεποίθηση της αναξιότητάς του.

Παράλληλα, πολύ σύντομα η λυκειακή βαθμίδα (και όχι μόνο) θα «ξεχάσει», περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ότι οι μαθητές που φοιτούν στις τάξεις της έχουν διαφορετικές, άνισες μορφωτικές «αποσκευές», καθώς θα είναι επιφορτισμένη, όχι με το να προετοιμάσει το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, αλλά κυρίως να διαπιστώσει-νομιμοποιήσει την ικανότητα εκείνων που έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν, μέσα από μια διαδικασία επιλογής που θα επεκτείνεται χρονικά σε όλο το εύρος του Λυκείου και θα προσφέρει στη διαχειριστική αρμοδιότητα των καθηγητών-κριτών, ως στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων, «αυτούσια» την ποιότητα των μορφωτικών «αποσκευών» που ο κάθε ένας θα μεταφέρει ανάλογα με το κοινωνικό-οικονομικό του «βάρος».

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, δίνεται και πάλι η ευκαιρία στους αοιδούς της «αξιοκρατίας» να ξεσκονίσουν τα ρεφρέν τους, παρουσιάζοντας το σχολείο σαν τον «μεγάλο εξισωτή» που, λειτουργώντας μέσα σε πνεύμα ισότητας και αμεροληψίας, δίνει σε όλους -με βάση πάντα τα χαρίσματα που διαθέτουν- τη δυνατότητα να επιτύχουν. Στο πλαίσιο αυτό στήνεται ξανά στα πόδια της η ιδεολογία των χαρισμάτων, σύμφωνα με την οποία το γεγονός ότι κάποιοι επιτυγχάνουν και κάποιοι αποτυγχάνουν, σε μια κοινωνία όπου έχουν εφαρμοστεί οι αρχές της αξιοκρατίας, οφείλεται στις εγγενείς διαφορές ικανοτήτων και σε καμιά περίπτωση δεν έχει ευθύνη η κοινωνία ή το σχολείο…

Το κυνήγι των «ανάξιων»

Η πίστη στη «φυσική ευφυΐα-χάρισμα» που διαφοροποιεί τους μαθητευόμενους μέσα στο σχολείο και αργότερα βέβαια στην κοινωνία είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, πρώτα πρώτα γιατί είναι μια αντίληψη που στηρίζει και στηρίζεται πάνω στην κοινωνική ανισότητα και δεύτερον, γιατί αυτό το ιδεολόγημα είναι πολύ παλιό, πολύ ισχυρό και ευρύτατα διαδεδομένο.

Η τρέχουσα αντίληψη της σχολικής επίδοσης και του βαθμού που την απεικονίζει είναι χαρακτηριστικό ιδεολογικό στοιχείο των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων, με την έννοια ότι συσκοτίζεται η κοινωνική γένεση του εμπειρικού δεδομένου «επίδοση» και συνεπώς η ευθύνη του σχολείου στη γένεσή του και προβάλλει στη θέση της η επίδοση ως έκφραση των δυνατοτήτων του μαθητή. Η αφετηρία της επίδοσης τοποθετείται στο εσωτερικό του μαθητή, στην ατομική του «ζώνη ευθύνης». Στο πλαίσιο αυτό, ο βαθμός του μαθητή θεωρείται ότι απεικονίζει την αξία του. Και αφού ο καθένας θεωρείται ότι είναι υπεύθυνος για την αξία του, ο μαθητής είναι υπεύθυνος για τον βαθμό του.

Γυρνάμε με άλματα στο βαθύ παρελθόν. Τότε που οι εγκύκλιοι του υπουργείου Παιδείας τόνιζαν ότι «…καθήκον άπαντες έχομεν να μεριμνήσωμεν περί της τηρήσεως αυστηρών μέτρων εν τη προαγωγή των μαθητών… καθάρσεως των Ελληνικών σχολείων από στοιχείων παρεισάκτων και επιβλαβών…», «…το αποτελεσματικότερον μέσον είναι να θέσωμεν φραγμόν έτσι, ώστε να εκκαθαριστή το σχολείον από τους ανικάνους… διότι είναι εμπόδιον εις την λειτουργίαν του…», «… το ημέτερον γυμνάσιον πρέπει να παραμείνη το προωρισμένον διά τους εκλεκτούς, τους επιπλέον οικονομικώς επαρκείς…» (Διατάγματα περί Εξετάσεων 1933 και 1937).

Η ιδεολογική μέσω λέξεων «νομιμοποίηση» της αξιοκρατίας των φυσικών δώρων, των έμφυτων ικανοτήτων. Γράφει ο Θ. Μυλωνάς: «Γίνεται λόγος για δύο υποσύνολα μαθητών, εντελώς ξεχωριστά: εκείνους που δε θέλουν και δε μπορούν να προχωρήσουν στις σπουδές τους κι εκείνους που θέλουν και μπορούν να συνεχίσουν. Οι πρώτοι είναι “οι προοριζόμενοι διά τον πρακτικόν βίον”, “το πλήθος των ημιμαθών”, “οι επιβλαβείς”, “οι υστερούντες”, ενώ οι δεύτεροι είναι “οι επιμελείς”, “οι ικανοί”, “οι επιδέξιοι”, “οι λίγοι κι εκλεκτοί”».

Το ίδιο το λεξιλόγιο με τη «λογική» του δεν ερμηνεύει μόνο το «κοινωνικό» ως προϊόν του «φυσικού», αλλά και συμβάλλει στην παραγωγή του. Ετσι, οι μη ευνοημένες καταστάσεις (μαθητές από λαϊκά στρώματα, υποβαθμισμένες περιοχές) μεταμορφώνονται σε ανεπιτηδειότητα, ασχετοσύνη, κατωτερότητα φυσική…

Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου